30/6/13

A G.D. Post


"Σε σχέση με το «φυσικό» και το κατασκευασμένο περιβάλλον, το ρυθμό αύξησης των γεννήσεων, τη βιολογία, την παραγωγή, την «τρέλα», η επιλογή δε θα είναι ανάμεσα στη γιορτή και τη δυστυχία αλλά – συνειδητά και σε κάθε σταυροδρόμι – ανάμεσα σε ένα πλήθος από ευτυχείς ή καταστροφικές δυνατότητες, σχετικά επιδιορθώσιμες, από τη μια πλευρά και την εκμηδένιση από την άλλη."* 


Γράμμα στον φαντασιακό αναγνώστη

Αγαπημένεμου,

έχω καιρό να σου γράψω...
Φοβόμουν βλέπεις το θέαμα..
φοβόμουν  πως ό,τι και αν έλεγα θα επιβεβαίωνε την ήττα μου
ή τη δική σου
σ'αυτές
κοιτώ κάθε μέρα το ημερολόγιο
ξέρω τι κάνεις
τι κάνω?
εγώ?
εδώ?

Η λείπη( απτ'τη λύπη και το λείπω) μου σφίγγει τα δόντια
σα τα σίδερα που φορούν οι έφηβοι
-το λάβαρο της αισιοδοξίας
ότι κάποτε θα χαμογελούν αγόγγυστα, χωρίς ντροπή-
Μου σπάει το κρανίο στα τέσσερα
Λογική
Λογικ
Λογι
Λογ


Ο λόγος βγαίνει μόνο σαν ανασφάλεια και πόνος

Γλυκέμου,
δε σου γράφω πια γράμματα
οι περιπέτειες τελειώσαν
ας μας αφήσουν ήσυχους
μια στιγμή
το θεμαμα της γέννησης
της ζωής
η ντομάτα που διαστέλλεται
και χάσκει "Νίκη"
το θέαμα του θανάτου
της τελείωσης
οι σχέσεις που στίβω με δύναμη
γιατί ανυπομονώ να σκοτώσω κάθετί που με καταλαβαίνει

θέλω να μείνω μόνος
να αναλογιστώ

την ήττα μου?
να αναδιαρθρώσω 
το λόγο μου?
το θέαμα της αποτυχίας
το είπε και ο ντεμπορ θυμάσαι?
(θέλω να γεμίσω εχθρούς ή ψέμματα?)

το είπε και ο φουερμπαχ, Αγαπημένεμου,
είσαι ό,τι πιο ιερό έχω
η ψευδαίσθηση ότι λαμβάνεις τα ανωφελή μου μηνύματα
ότι φυλάς κρυμένες τις αποσπασματικές μου εικόνες
και με σώζεις από κάθε διάσπαση με την πραγματικότητα

η λείπη σα τα σίδερα που φορούν οι έφηβοι
μου σφιγγει το στόμα
μου σπάει κάθε κρανίο σκέψης

συμπεριφορές υπνωτικές
κρανίου τόπος
κρανίου πόνος
κρανίου φόβος

αν η εικόνα σου είναι η αφαίρεση
τότε εγώ είμαι η εξαίρεση
όχι λόγω ρίμας
λόγω (ω)ριμότητας

μακάρι να ερχόσουν μαζί μου σε εκείνο το έργο
θα βλέπαμε τον κόσμο μαζί
θα έβλεπες ό,τι βλέπω
και αν γινόμουν μπάλα
τότε ας με άφηνες εκεί να με δοξάζουν τα πλήθη
θα μου άξιζεΌπου υπάρχει ανεξάρτητη αναπαράσταση, το θέαμα συγκροτείται εκ νέου.  * 


Γλυκέμου,

συγχώρεσε με
για την επιπολαίοτητα, τη δειλία και την άγνοια
Δε θα σμιξουμε ποτέ
πια
γι'αυτο
η εικόνα σου 
καίγεται
υπωτίζει τις συμπεριφορές μου*
Μια εξειδανικευμένη διαμεσολάβηση*
τί θα λέγες, τί θα λεγα και ούτω καθ'εξής


Αγαπημενεμου,
μείνε λίγο ακόμα στο υαλό μου
ενίσχυσε την υποψία διαλόγου
ανασυγκρότησε
νοηματοδότησε
το έργο μου
τις χαμένες μου ώρες μπροστά σε οθόνες

Γλυκέμου,
τα μάτια σου στάζουν
Μολύνθηκες και σύ
μόλυνση
φλυαρίες 
συγχύσεις
ματαιώσεις


*ΓΚ.Ντ.








10/6/13

Kαθρέφτες

Κάτω από τον ύπνο μου κρύβω πάντα ένα τελάρο θάλασσα
το ξέρω πως ακούγομαι αστείος
όταν τα βράδια κλαίω
δεν περιμένω κατανόηση
όταν γελάω με τα αστεία σου 
ντρέπομαι
να σε κοιτάξω στα μάτια
γιατί ξέρω πως μόνο εσύ μικρή μου 
καταλαβαίνεις τη θλίψη και τον έρωτα
που σφηνώνουν ανάμεσα στα δόντια
Μα ποτέ δε μου το επισήμανες
και απορώ πώς δε σιχάθηκες να με φιλήσεις
τη γλώσσα σου να βάλεις στο σαπισμένο στόμα μου
να καθαρίσεις τις πτυχώσεις μου από την απελπισία
Κάτω από τον ύπνο μου φυλάω πάντα ένα τελάρο θάλασσα
ανάμεσα στη σκόνη και στα όνειρα
ουρλιάζω τις νύχτες στο θάνατο
Έλα να με πάρεις
το ξέρω ακούγομαι γελοίος
μες στη σιωπή σαν άγριο σκυλί δεμένο στη ταράτσα
Καμία ελπίδα
δεν περιμένω κατανόηση
όταν σ'ακούω να μιλάς ώρες ατέλειωτες
ντρέπομαι
γιατί δεν έχω άλλη διήγηση
παρά μόνο κολλημένη στα νύχια μου μια αδημονία
Να με αφήσεις και εσύ στην ησυχία μου
βαρέθηκα να λογοδοτώ 
η μοναξιά μου 
σωτηρία
και
ο φόβος 
αίμα  με σάλιο 
τη δίψα μου σου ακουμπώ
Κάτω από τον ύπνο μου κρύβω ένα τελάρο θάλασσα
περιμένω να σβήσεις και εσύ 
να ησυχάσεις την ανυπαρξία σου
και ύστερα βουτάω χωρίς ανάσα με τα μάτια ανοιχτά
όπως όταν ήμασταν παιδιά
γεμάτοι υποσχέσεις και διαγωνισμούς 
το πρόσωπό μου έχασα 
μέσα στην άμμο
βρωμίστηκα
στις ψυχώσεις και στους αναγκασμούς
άδειος σαν τζούφιο κοχύλι
γεμάτος κενό και απογοήτευση
ντρέπομαι γιατί ποτέ δε βρήκα τη δύναμη να μείνω εκεί
στην κομμένη ανάσα
Στα παιδικά
σαν θραύσμα γόμας στο ορθογραφικό
στη μοναδικότητα και το θαυμασμό των ματαιώσεων
Κάτω από τον ύπνο μου αφήνω πάντα  ανάκατα τα λόγια
και ξέρω πως τώρα είσαι κάπου και γελάς
και λες
είναι ένα σίχαμα
με μαύρα δόντια
αντικοινωνικό
σκυλί δαρμένο
φοβισμένο
Πρέπει να γυρίσω νωρίς σήμερα 
να το ταίσω

Gunderson
The Baltic


4/6/13

Η πόλις φεύγει

Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν και πετούν. Ταξιδεύουν νύχτα-μέρα στους τόπους. Στο Τόπο. Ο κόσμος τους δε μοιάζει με αναγεννησιακή, άπληστη εικόνα. Είναι κολάζ από φωνές. Είναι ψηφίδες αυτοί οι άνθρωποι, σπασμένοι, γεμάτοι γωνίες και ρόζους στα χέρια. Κοιμούνται στα κανάλια του Άμστερνταμ και ξυπνούν στις γοτθικές γειτονιές της Βαρκελώνης. Τα φτερά τους είναι αντένες που κλαίνε για κάποια χαμένη Αθήνα, για τον έρωτα που έκρυψαν κάτω από τη σκάλα ενός ερειπωμένου νεοκλασικού. Τα μάτια τους είναι δύο μεγάλες τρύπες σαν τις ουλές στα κτήρια της Πολωνίας και η ψυχή τους τραγούδι που γλιστρά στα κόκκινα νύχια μιας ποδηλάτισσας Δανής.

 Υπάρχουν άνθρωποι που τα βράδια ακούνε ποιήματα και διαβάζουν Chopin. Κάνουν παρέα μόνο με τις αντανακλάσεις γιατί δεν αντέχουν το χρώμα που παίρνει η θλίψη στα ηττημένα βλέμματα των περαστικών. Φοβούνται την ψευδαίσθηση της επιβίωσης.  Τα  πρωινά τους είναι μοναχικά, περπατούν στις στέγες της Πράγας ψάχνοντας ένα σύντροφο, μια λύτρωση, έναν Κάφκα. Τις νύχτες καρφώνουν με δύναμη τη θλίψη στο χέρι, φυλακίζοντας την Ιστορία, τον Πόλεμο, την Ομορφιά. Στις φλέβες τους ρέουν αποσπασματικές εικόνες της Δύσης. Μοιάζουν με αγριεμένα πουλιά υπνωτισμένα από το τραγούδι τηςτων Βαρσοβίας. Όταν καμιά φορά μεθούν, οι αφηγήσεις τους γίνονται κραυγές ενός Τούρκου ιμάμη και τα λόγια τους σκληρά σαν αφυδατωμένη λάσπη που στα αυλάκια της τρέχουν τα δάκρυα των ποιητών.

 Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν και πετούν. Ταξιδεύουν ατέρμονα γιατί δεν αντέχουν άλλο τις θορυβώδεις συνομιλίες και έχουν ξεχάσει από καιρό τον ήχο τις ασφάλτου. Ζωγραφίζουν στα χέρια τους εικόνες- μια παραλία, ένα ξεθωριασμένο αμάξι, τη θάλασσα, τις πέτρες που κάποτε τους φιλοξένησαν, την αγκαλιά μιας γυναίκας ξένης, τη μυρωδιά του καμένου τσιμέντου, την ηδονή της μπογιάς πάνω στο νωχελικό τοίχο. Είναι άνθρωποι που ζουν ελεύθεροι, χωρίς βαλίτσες. Μόνη τους αποσκευή τα κατακερματισμένα χαμόγελα που κάποτε τους ανέθρεψαν. 

Υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι που πετούν πάντα ψηλά και κοιτάζουν τα κτήρια να πέφτουν και τις πόλεις να φεύγουν.


"Στις νύχτες συχνά θυμάμαι


Ν'αγαπώ και να θαυμάζω κάτι που με τρομάζει"
Μ.Ν.


"Η πόλις φεύγει" 
Μάνος Νικολάου, Μάρκος Καραγιάννος,
εκδόσεις Νησίδες


3/6/13

Mηχαvικη

Όταν ήρθες να με δεις ήρθες μόνος χωρίς αιτία χωρίς γλυκά χωρίς λόγια έτοιμα χωρίς λουλούδια
ήσουν μόνος σίγουρα
δεν πήρες ταξί
περπάτησες όπως πάντα άλλωστε
ανεξαρτήτως απόστασης περπατάς σα να θες να κατακτήσεις όλα τα πεζοδρόμια αυτής της πόλης
σα να θες να βρεις όλα τα χαμένα νομίσματα και να τα ρίξεις σε όλους τους επαίτες 

Όταν ήρθες να με δεις φαινόσουν βιαστικός
απόρησα γιατί τι μπορούσες πια να περιμένεις 
πώς να αδημονείς 
Μίλησες για την γκρεμισμένη Ερμού
το άντρο της κατανάλωσης είπες 
και περιέγραψες πώς χάθηκε σα το τελευταίο προπύργιο του ανθρώπινου πολιτισμού
η Κατανάλωση είπες είναι σα τις χημειοθεραπείες
τη θυμάμαι αυτή τη λέξη
επιβεβαιώνει τηνυπάρξη ανθρώπων αλλά μπορεί και να σκοτώσει
η Μηχανή δεν καταναλώνει
δε τρώει
κάπως έτσι ξεκίνησε και η Απελευθέρωση
όπως και η επανάσταση τότε θυμάσαι? ρώτησες μα δεν περίμενες να θυμάμαι απάντηση

Όταν ήρθες να με βρεις ήσουν όπως σε θυμόμουν μια όχι και τόσο ψηλή φιγούρα τεντωμένος ύπνος στο κρεβάτι σου μια φορά μόνο αποκοιμήθηκα
ενώ εσύ είχες εγκατασταθεί για μέρες κουρασμένος από το περπάτημα όχι από την πόλη
στα μαύρα στενά της Αθήνας 
στα λεωφορεία μάζευες τον ιδρώτα των γέρων και λουζόσουν 
ένα σκηνικό τόσο οικείο και τόσο απάνθρωπο
μια γωνία εκεί στη Συγγρού η απόλυτη ευτυχία 
στη μεγάλη στροφή στις στήλες του Ολυμπίου Διός
και ο κόσμος
οι φάτσες οι ανέκφραστες που λιάζονται στο Θησείο -εδώ παππάς-
στην καντίνα στου Ψυρρή και στις πορείες στην Πανεπιστημίου
ήσουν εκεί
πατούσες τα σπασμένα πεζοδρόμια και πέταγες το τσιγάρο σου αναίσχυντα στο πάτωμα
περνούσες με κόκκινο και ας είχει διάβαση δυο μέτρα πιο κει

Όταν ήρθες να με δεις μου έφερες τίποτα
δεν ήξερες αν έπρεπε να κρατάς κάτι μια ευγένεια
και αποφάσισες να τα ρίξεις όλα στις απεργίες, στις καταστροφές, στη σκόνη
 και στα νεκρά μαγαζιά
δεν έχει μείνει τίποτα -είπες
τα αποθέματα τελειώσαν
και τα λουλούδια σβήσαν από τις πλαστικές γλάστρες των μπαλκονιών της Πατησίων
χαθήκαν και όλοι οι μετανάστες
θα μου φέρνες αλλιώς ένα cd ή εναν αναπτήρα αλλά -είπες άχρηστη η φωτιά χωρίς τσιγάρο
και δεν ξέρεις και ποια μουσική ακούω τώρα τι θα μου έκανε κέφι να ακούσω
τραγούδησες όμως ένα στιχάκι που πήρε το αφτί σου μια φορά πριν λίγες μέρες σε μια υπόγεια διάβαση-στη Συγγρού ήσουν πάλι από συνήθεια πήγες εκεί στις 6 το πρωί για βρώμικο αλλά η Πάντειος καμμένη μήνες τώρα και οι φοιτητές νεκροί-
πήρες το δρόμο προς το σπίτι με τα πόδια φυσικά και κάπου εκεί ανάμεσα στη Νέα Σμύρνη και το Φάληρο άκουσες μια φωνή να τραγουδά στίχους των Κόρε Ύδρο ή των Κρίνων θα με γελάσεις έχεις ξεχάσει και τα βασικά-απολογήθηκες αλλά πάντως το είπες καλά
 στο σωστό τόνο
μια φωνή παιδική νυσταγμένη ίσως να ξέμεινε εκεί κάποιος τελευταίος από μας
 σαν αντάρτης που δε τον ενημέρωσαν ότι τελείωσε ο εμφύλιος 

Όταν ήρθες να με δεις φορούσες μαύρα
δε διέκρινα καμία σημειολογία αφού μια ζωή μαύρα φορούσες 
ίσως κάποια κόκκινη μπλούζα-μακό ή ένα πουκάμισο να έσπαγαν τη μονοτονία και να συγρατούσαν ομαλή τη σχέση με τη μάνα σου που πάλι δεν πρόλαβε να βάλει πλυντήριο
ήρθες και ήσουν πάλι όμορφος
όπως εκείνη τη φορά στα Εξάρχεια που πέρασες από μπροστά μου στην Καλλιδρομίου 
εγώ έτρεχα να προλάβω κάποιο βιβλιοπωλείο ανοιχτό
και εσύ κρατούσες ένα δίσκο του Johnston και κάτι αφίσες για το φεστιβάλ νεολαίας
καλοκαίρι ήταν θυμάμαι τη ζέστη να βγαίνει από τα φρεάτια, ο καύσωνας και η ερημιά έδιναν στο τοπίο αυτό το αστικό και το στενόχωρο μια αίσθηση μυστηριακή
όσοι θαρραλέοι είχαν αρνηθεί τα ερκοντίσιο και τους ανεμιστήρες, τις επαναλήψεις στη τηλεόραση και τις πλαστικές πισίνες κοιτάζονταν με αλληλεγγύη και περηφάνια 
ότι για να τρέχεις στη λάβα σημαίνει έχεις κάτι σημαντικό να κάνεις
ίσως να είσαι και συ σημαντικός
η ζέστη και η ησυχία προσέδιδαν μια αίγλη στα κόκκινα μας μάγουλα 
στις βρωμερές μας μασχάλες
και το ίδιο βράδυ σε πέτυχα πάλι στην Κωλέττη σα να είχες περάσει όλη σου τη μέρα εκεί στα στενά των Εξαρχείων και τώρα ετοίμαζες τα νυχτερινά σου σχέδια στη γωνία της Μεσολλογίου ανάμεσα σε πρεζάκια, νεκρούς μαθητές, μπάχαλους, καθηγητές, μουσικούς, φοιτητές, φρικιά,αντιεξουσιαστές και άλλους πολλούς χαρακτήρες που οργάνωναν διακοπές και συνειδήσεις
που μιλούσαν για το άρθρο 16 και την κρατική καταστολή
εσύ παρά την ταπεινή σου όψη ξεχώριζες γιατί φορούσες εκείνο το κόκκινο μακό
μέσα στη μαυρίλα και τη βαβούρα της νύχτας που δεν είχε φέρει καμία δροσιά 
με ρώτησες αν τελικά πρόλαβα το βιβλιοπωλείο ανοιχτό

Όταν ήρθες να με δεις μιλούσες με φωνή τσιριχτή
είχες μέρες να δεις κάποιον να ανταλλάξεις μια δυο κουβέντες
αν και πάντα ήσουν λακωνικός και μιλούσες μόνο για να ειρωνευτείς ή να σαρκάσεις ή να αυτοαναφερθείς και αυτοανυψωθείς
δυσκολεύτηκες να επανεφέρεις την επιθυμητή βραχνάδα που σε έκανε πάντα ακαταμάχητο 
από καιρό εξάλλου είχαμε αποδεχτεί την ήττα
από τότε που σκότωσαν το τελευταίο εκέινο εργάτη που είχε μείνει κρυμμένος στο υπόγειο του Μικρόκοσμου και τον έκαψαν ζωτανό μαζί με κάτι φιλμάκια του Resnais
στεναχωρήθηκες μου έιπες όταν το έμαθες ήσουν κάπου στα Πετράλωνα και έψαχνες για καμμιά πεσμένη γουλιά ούζου ή καμμιά ξεχασμένη κουβέρτα στα παλιά αρχοντικά
τότε κατάλαβες το τέλος 
πέρασες και από την πλατεία Βικτωρίας μπας και έχει μείνει κάποιος εκεί 
αλλά τίποτα 
το Rodeo ανέγγιχτο αλλά θολό δε μπόρεσες να μου πεις με σιγουριά για κανένα χώρο, για καμιά κατάληψη και το Πολυτεχνείο δεν ήσουν σίγουρος αν τα είδες σε όνειρο ή αν όντως γλίτωσαν
όπως και να χει ο εργάτης πέθανε και αυτός
και έτσι αποφάσισες να έρθεις να με δεις
Χωρίς να κρατάς τίποτα ούτε κάποιο δώρο να κρύψεις στη τσάντα μου
κάποια κλωστή ίσως 
σου έμεινε το κουσούρι από τη φυλακή
φοβάσαι μην αυτοκτονήσω με το σάλιο μου
με ρώτησες πως βρέθηκα στον Πειραιά
πως τα κατάφερα και αν είδα το λιμάνι να καίγεται
αν πρόλαβα να το δω για τελευταία φορά πριν γίνει τσιμέντο
πριν λιώσει η θάλασσα 
με ρώτησες ακόμα για τις πολυκατοικίες τις άσχημες του κέντρου και τον Άγιο Κωνσταντίνο
μα τι σε νοιάζουν εσένα οι εικόνες? 
τα κτίρια αγαπάς και την αρχιτεκτονική 
-είπες αυτό είναι το πρόσφατο κουσούρι σου
με ρώτησες αν έχω ακούσει τελευταία τον αέρα ή αν έχω δει κανένα σύννεφο
εσύ είδες ένα -έτσι ισχυρίστηκες τουλάχιστον-κάπου στην Αλεξάνδρας καθώς κατέβαινες και έψαχνες την Ιπποκράτους πέρασε από πάνω σου ένα τεράστιο σύννεφο 
και λες κάπου εδώ κοντά τα πλήθη τρέχουνε, ποδοπατιούνται στη σκόνη και στα δακρυγόνα
φοβήκες- είπες να προχωρήσεις και κρύφτηκες στα ερειπωμένα γραφεία της γαδα

Όταν ήρθες να με δεις μου απήγγειλες στίχους που διάβασες 
τότε κρυμμένος στα άδεια κρατητήρια
είχες μάθει όλες τις ημερομηνίες και τα ονόματα απ'έξω
δε σε ρώτησα να μου τα πεις 
αν και το έβλεπα στο βλέμμα σου πόσο πολύ ήθελες να μοιραστείς 
με κάποιον αυτή την ελάχιστη ανάμνηση
να δείξεις ότι ακόμα μπορούσες να σαι αλληλέγγυος έστω με τους φαντασιακούς συμμάχους
με όσους κάποτε μοιράστηκες μια συναυλία στο Λυκαβηττό ή στη σχολή Καλών Τεχνών
στη Τεχνόπολη σου χάρισαν ένα κόμικ 
σε μια υπαίθρια έκθεση βιβλίου
και στις πλανόδιες παρέες που παίζαν κιθάρες τα απογεύματα στην Αεροπαγείτου
στις κοπέλες που πήδηξες μεθυσμένος κάτω από την ακρόπολη στα στενά της Πλάκας
και τους μιλούσες για δίσκους και μουσικές από το '80
στους αγωνιστές που δε σε άφησαν να μπεις στο μπλοκ τους για να μη χαλάσουν τις αλυσίδες τους
και που πάντα θα το έλεγες με υπερηφάνεια ότι εσύ θα σπας τις αλυσίδες και ότι δε σε αφορούν τα μικροπολιτικά τους όνειρα
και γι'αυτό παράτησες και τη νεολαία
και πήγες στο αντάρτικο να πολεμήσεις στην Ομόνοια τους φασίστες
και τους καπιταλιστές
εκείνο το βράδυ του οκτώ όταν αποκλείστηκες στη Νομική και νόμιζες ότι τότε άρχιζαν όλα
και άλλους πολλούς
που χορέψατε μαζί στον Κεραμεικό άνθρωποι ακόμα και έρημοι
σε όσους είχε πάρει το μάτι σου καθώς έκλαιγες στη γωνία της Πειραιώς ή καθώς έτρωγες στην Θεμιστοκλέους
αλληλέγγυος
αν είχες μάτια τώρα ίσως και να δάκρυζες
εδώ που έφτασαν οι λέξεις

Όταν ήρθες να με δεις έμεινες για λίγο κρυμμένος πίσω από κάτι σαπισμένα οδοφράγματα
νόμιζα ότι φορούσες μαύρα μα εσύ ήσουν γυμνός
με στάχτη είχες καλύψει ό,τι πρόσωπο σου είχε απομείνει

Όταν ήρθες να με δεις δεν κρατούσες τίποτα 
δεν έχει μείνει τίποτα -είπες
τα αποθέματα τελειώσαν
και ήλπιζες ότι δε θα προσέξω τα κομμένα σου χέρια
ήθελες να με δεις πολύ -είπες
από καιρό με έψαχνες 
πριν καν αρχίσει η Καταστροφή
μα σου είπαν ότι έλειπα στα ξένα
όπως τόσοι άλλοι που νόμιζαν ότι μπορούσαν να σωθούν
μα -είπες εσύ το ήξερες πάντα ότι ο αστικός μας θάνατος θα γεννηθεί από τα απέραντα αυτά σύνορα και δε θα άφηνε κανένα να γλιτώσει
το είχες δει το είχες προβλέψει και το φώναζες από τα χρόνια εκείνα που γίνονταν ακόμα και συνελεύσεις

όταν ήρθες να με δεις
με ρώτησες πόσες μέρες ταξίδεψα, πώς έφτασα στον Πειραιά, αν συνάντησα κάποιο σύννεφο, αν είδα τη θάλασσα πριν λιώσει, αν πέρασα καμιά βόλτα από το Μοναστηράκι,
αν θυμάμαι πως κάνει ένα τρένο όταν σβήνει η μηχανή και τον ήχο του μετρό όταν πλησιάζει στην αποβάθρα στο σταθμό Συγγρού-Φιξ, αν μου λείπει τίποτα από τα παλιά,αν οι Μηχανές πεθαίνουν, αν θα πήγαινα σε μια υποθετική έκθεση του Kadinsky, αν ακόμα σκέφτομαι τον Dr. Caligari, αν ηδονίζομαι ακόμα με τον Staples, αν κατάφερα να μεταφέρω στη μήτρα μου κάποια παλιά φωτογραφία, αν πρόλαβα το βιβλιοπωλείο ανοιχτό, αν κάρφωσα ποτέ κάποιο σύντροφο για να σωθώ, αν πιστεύω τις φήμες για εκείνο το δέντρο στην Ανταρκτική,αν κατάφερα να αυτοκτονήσω με το σάλιο μου, αν έχω αυτιά, πώς βρέθηκα στον Πειραιά και πως μπόρεσα να πεθάνω τόσο σύντομα.

 Olschinsky



" αγορι μου, η ανοδος της ασημαντοτητας σου ειναι γεωμετρικης κατανομης, θα γραψω ενα βιβλιο για αυτη." κορνηλιος καστοριαδης