Ακούγοντας τις εικόνες να λιώνουν στα χέρια
να φεύγουν
να έρχονται
και πάλι να γλιστρόυν στα πεζοδρόμια
όπου καθόμασταν τα βράδια
και αναλύαμε μια ανασφάλεια
Επιτρέποντας στις εικόνες να γαντζώνουν τον πόνο στην πλάτη
να καίνε
να σβήνουν
πληγές ανοιχτές
τρύπες στους δρόμους
όπου περπατήσαμε
βράδια άπειρα
και αναλύαμε μια επιθυμία
Κοιτάζοντας τις εικόνες να στρίβουν τη γωνία
να χύνονται σα μούχλα σε ολάκερη την πόλη
να ματώνουν
να ξεχειλώνουν
Γυρίζοντας στις εικόνες που έζησαν πριν από μας
στα μάτια των αναστημένων νεκρών
αναζητήσαμε άσυλο
στην ένωση με το παρελθόν
ένα βράδυ που ποτέ δεν ζήσαμε
να φεύγουν
να έρχονται
και πάλι να γλιστρόυν στα πεζοδρόμια
όπου καθόμασταν τα βράδια
και αναλύαμε μια ανασφάλεια
Επιτρέποντας στις εικόνες να γαντζώνουν τον πόνο στην πλάτη
να καίνε
να σβήνουν
πληγές ανοιχτές
τρύπες στους δρόμους
όπου περπατήσαμε
βράδια άπειρα
και αναλύαμε μια επιθυμία
Κοιτάζοντας τις εικόνες να στρίβουν τη γωνία
να χύνονται σα μούχλα σε ολάκερη την πόλη
να ματώνουν
να ξεχειλώνουν
Γυρίζοντας στις εικόνες που έζησαν πριν από μας
στα μάτια των αναστημένων νεκρών
αναζητήσαμε άσυλο
στην ένωση με το παρελθόν
ένα βράδυ που ποτέ δεν ζήσαμε
πριν καν το καταλάβουμε
την ανάμνηση προσκυνήσαμε
Sleeping disorders
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν κατάφερα να κλείσω μάτι
Κατά τα ξημερώματα, άκουγα βήματα
βρήκα ευτυχώς ένα παλιό σημείωμα που έλεγε πως δεν μπορούσα να βολέψω τις μεγάλες φτερούγες μου στον ύπνο, αυτό ήταν όλο (να ήτανε άραγε γραμμένο για εμένα;)
στα παραπετάσματα του παρελθόντος και του μέλλοντος,
μου αλάφρυνε το ψυχικό φορτίο το καλοκαίρι του Βιβάλντι που ερχόταν από κάτω, ένα πάτωμα πιο χαμηλά και 3 χρόνια πιο μπροστά απόσταση
έκπτωτοι άγγελοι ξάφνου αναδύθηκαν πέραν από τις υπόνοιες καρκίνου
‘θα περάσει’, έλεγαν
το έλεγαν για όλους
τυφλοί στο δρόμο φαγώνονταν εποφθαλμιώντας να με διώξουν, έστω κι αν δε μίλαγαν για μένα απαραίτητα, αργά ή γρήγορα θα το έκαναν, γι’ αυτό κι απέφευγα τη γνωριμία τους,
‘πως έφτιαξαν έτσι τους δρόμους’ παραπονιόντουσαν, και μίλαγαν σαν καλοκουρδισμένα ρολόγια
άλλοι πάσχοντας από καταρράκτη (με εκείνο το θολό το γυάλινο μάτι όλο κατάρα), άλλοι αποσυρμένοι στο πρόωρο γήρας με χαλασμένες φωνές
-στ’ αλήθεια όταν συντριβώ, θα το θεωρήσουν δικαιοσύνη
επειδή αγάπησα
νότες
ν’ αλάφρυναν ανεκπλήρωτες αγκαλιές, τα υποτιθέμενα φιλιά και το κενό,
ναι, καμιά φορά ένιωθα πως ήμουν
‘πλήρης ημερών’
εγώ που δε στάθηκα τυχερός σε πρακτικά ζητήματα
κι ορκίστηκα να μην ξαναγυρίσω πολλές φορές από τότε,
όσο ένα τσούρμο εγκάθετων έκανε αυτό που μπορούσε: να παραδέρνει στο κατόπι μου, σκιά στο μέτριο κόσμο τους
‘που θα πας, οι φίλοι θα σου δώσουν σάμπως να φας;’ φωνάζουν