17/7/13

Avτίo

Ακούγοντας τις εικόνες να λιώνουν στα χέρια
να φεύγουν
να έρχονται
και πάλι να γλιστρόυν στα πεζοδρόμια
όπου καθόμασταν τα βράδια
και αναλύαμε μια ανασφάλεια

Επιτρέποντας στις εικόνες να γαντζώνουν τον πόνο στην πλάτη 
να καίνε
να σβήνουν
πληγές ανοιχτές
τρύπες στους δρόμους
όπου περπατήσαμε
βράδια άπειρα
και αναλύαμε μια επιθυμία

Κοιτάζοντας τις εικόνες να στρίβουν τη γωνία
να χύνονται σα μούχλα σε ολάκερη την πόλη
να ματώνουν
να ξεχειλώνουν


Γυρίζοντας στις εικόνες που έζησαν πριν από μας
στα μάτια των αναστημένων νεκρών
αναζητήσαμε άσυλο
στην ένωση με το παρελθόν
ένα βράδυ που ποτέ δεν ζήσαμε


πριν καν το καταλάβουμε



την ανάμνηση προσκυνήσαμε



1 σχόλιο:

  1. Sleeping disorders

    Δεν κατάφερα να κλείσω μάτι
    Κατά τα ξημερώματα, άκουγα βήματα
    βρήκα ευτυχώς ένα παλιό σημείωμα που έλεγε πως δεν μπορούσα να βολέψω τις μεγάλες φτερούγες μου στον ύπνο, αυτό ήταν όλο (να ήτανε άραγε γραμμένο για εμένα;)
    στα παραπετάσματα του παρελθόντος και του μέλλοντος,
    μου αλάφρυνε το ψυχικό φορτίο το καλοκαίρι του Βιβάλντι που ερχόταν από κάτω, ένα πάτωμα πιο χαμηλά και 3 χρόνια πιο μπροστά απόσταση
    έκπτωτοι άγγελοι ξάφνου αναδύθηκαν πέραν από τις υπόνοιες καρκίνου
    ‘θα περάσει’, έλεγαν
    το έλεγαν για όλους
    τυφλοί στο δρόμο φαγώνονταν εποφθαλμιώντας να με διώξουν, έστω κι αν δε μίλαγαν για μένα απαραίτητα, αργά ή γρήγορα θα το έκαναν, γι’ αυτό κι απέφευγα τη γνωριμία τους,
    ‘πως έφτιαξαν έτσι τους δρόμους’ παραπονιόντουσαν, και μίλαγαν σαν καλοκουρδισμένα ρολόγια
    άλλοι πάσχοντας από καταρράκτη (με εκείνο το θολό το γυάλινο μάτι όλο κατάρα), άλλοι αποσυρμένοι στο πρόωρο γήρας με χαλασμένες φωνές
    -στ’ αλήθεια όταν συντριβώ, θα το θεωρήσουν δικαιοσύνη
    επειδή αγάπησα

    νότες
    ν’ αλάφρυναν ανεκπλήρωτες αγκαλιές, τα υποτιθέμενα φιλιά και το κενό,
    ναι, καμιά φορά ένιωθα πως ήμουν
    ‘πλήρης ημερών’
    εγώ που δε στάθηκα τυχερός σε πρακτικά ζητήματα

    κι ορκίστηκα να μην ξαναγυρίσω πολλές φορές από τότε,
    όσο ένα τσούρμο εγκάθετων έκανε αυτό που μπορούσε: να παραδέρνει στο κατόπι μου, σκιά στο μέτριο κόσμο τους
    ‘που θα πας, οι φίλοι θα σου δώσουν σάμπως να φας;’ φωνάζουν

    ΑπάντησηΔιαγραφή

your smoke in my face