Περπατώντας πάνω στη γέφυρα, έχει τη νύχτα ριγμένη στην πλάτη, να μην κρυώνει.
Πλημμύρα η σιωπή και τα μάτια της ανέκφραστα, σαν κέρμα που πέφτει αιώνια σε σκοτεινό πηγάδι.
Περπατούν ώρα μαζί.
Εκείνος, καμιά φορά, σταματά και σημειώνει κάτι, μην το ξεχάσει.
Εκείνη, σουφρώνει τα χείλη γιατί ξέρει ότι έτσι φαίνεται πιο σκληρή.
"Είμαστε γεμάτοι από κακές συνήθειες. Ψάχνουμε μια πολυθρόνα να αδειάσουμε τον ιδρώτα μας αλλά καταλήγουμε στεγνοί και κρύοι. Φοβάσαι; Μη φοβάσαι. Αν ησυχάσεις θα καταφέρεις να ακούσεις την ανάσα σου να χάνεται. Θα ακούσεις ένα εκατομμύριο ανάσες να κυκλοφορούν , να σπάνε σαν υπερθερμαμένα γυαλιά σε χωματερή.. Κράτα την ανάσα σου μέχρι να φτάσουμε Είναι άδικο να σκοτώνεις τη σιωπή. Εγώ έκανα χρόνια να μάθω να περπατώ έτσι, χωρίς αναπνοή. Νεκρός, ανάμεσα σε νεκρούς, να βουλιάζω στο πεζοδρόμιο και να αναρωτιέμαι αν αυτό που ζω τώρα είναι η αλήθεια μου. Αν εκείνος ο σακάτης που παρακαλάει εμένα, τον μόνο(τον μονάχο, τον μοναχό), μπορεί να δει κάτι άλλο από αυτό που αντικρίζω εγώ. Γιατί εκείνος προσπαθεί. Και παρακαλάει. Γράφω στους τοίχους γιατί μου τελείωσε το χαρτί και φοβάμαι μήπως χάσω τις αντιληπτικές μου ικανότητες. Μπορείς να ζήσεις και χωρίς.Τρομάζω με τον διπλανό μου.Μιλάω μόνο από μέσα μου. Φαντασιώνομαι άπειρα γυμνά, γυναικεία κορμιά να κάνουν έρωτα, να δολοφονούν τα τοτέμ. [Ανάπηροι συναισθηματικά.]. Κατανοώ την επιλογή του ανάπηρου μα δεν παύω να περπατώ χωρίς ανάσα. Να γίνεται το σώμα μου κερί και ξύλο και να μην πονάω όταν με σπρώχνουν στο δρόμο. Να ουρλιάζω τη νύχτα στα στενά καθώς σβήνουν τα φώτα της απέναντι πολυκατοικίας. Είμαι ένας αστικός κάβουρας που περπατώ στο πλάι. Με την πλάτη στον τοίχο πάντα μα όχι από πάντα, να καταδικάζω το τρελό και τον ανάπηρο γιατί έχω ξεμείνει από σπίρτα. Και από πέτρες. Κατανοώ, στο είπα. Μα δε συγχωρώ. Ποιος θα μου δώσει το θάρρος να συγχωρήσω; Χώνω το κεφάλι μου μέσα σε κάδους γεμάτους σκουπίδια. Ανακυκλώνω μόνο εικόνες και λόγια. Μιλάω πολύ, το ξέρω. Μα πάει καιρός που σταμάτησα να ακούω τη φωνή μου και φοβάμαι μήπως τη χάσω. Όπως τότε που έχασα εκείνο το σχοινάκι που με κρατούσε δεμένο στη σκέψη. Φοβάμαι να ( αν, ότι, πως, γιατί) χάνομαι. . Οι ψίθυροι της νύχτας ενώνουν τα κομμάτια μου."
Η γέφυρα είναι το μόνο κοινό τους σημείο. Ενώνει το πριν με το τώρα και το μετά. Συναντήθηκαν τυχαία και αποφάσισαν να τη διασχίσουν μαζί. Είναι και οι δύο αρκετά σοφοί για να περάσουν μόνοι απέναντι. Είναι αρκετά σοφοί και μόνοι. Της προσφέρει μανταρίνι και εκείνη το τρίβει στο πρόσωπο .
-"θυμάσαι τότε που σκότωσες ένα γλάρο;".
-"πάντα στηριζόμουν στην καλοσύνη των ξένων".
Υποκρίνονται ρόλους για να περνάει η ώρα.
Ράσα,σάρα,ράτσα, ράστα.
Σ'αρέσει να παίζεις με τις λέξεις..και τα λόγια.
επανέρχομαι άμεσα
ΑπάντησηΔιαγραφή(επανήλθα-
ΑπάντησηΔιαγραφήήθελα λίγο χρόνο να βάλω τις σκέψεις σε μια σειρά)
έχεις δει ελάφι να τρέχει πανικόβλητο;
έχεις δει,το ξέρω
έχεις δει ελάφι να καταπίνει φωτιές και ύστερα να διπλώνεται από τους πόνους;
έχεις δει ναι
έχεις δει ελάφι με ανέκφραστα μάτια;
θυμάμαι,έχεις δει
ποτέ δεν κρύφτηκα από σένα-δεν θα μπορούσα ούτως η άλλως
ύστερα από πολύ κόπο βρέθηκε σε αυτή τη γέφυρα
σαν να υπνοβατούσε(αυθόρμητα και αληθινά..)
σούφρωνε που και που τα χείλη,έτσι για να μην πέσει χωρίς μάχη
συναισθηματικά ανάπηροι,μάλλον
(κουτσοί και μπαταρισμένοι με γάζες)
παιχνίδι ναι,αλλά όχι κουβέντες του αέρα (σε αυτό δεν θα πάρει μέρος)
"..σφυρίγματα ξέρεις του αέρα, άνευ νοήματος, κλυδωνιστήκαμε σε χορό που δεν ξέραμε, στην ουσία σταφύλια πατάγαμε, και να σου πω, ούτε καν γευτήκαμε και το κρασί ρε γαμώτο, αλλά τι να σου πω, ξύδι ρε συ πίνουμε συνέχεια.."
αναίμακτα ζήτησε μα δεν άκουσε(ς)
ΑπάντησηΔιαγραφήποιος συμμαζεύει τώρα;
περίεργη ράτσα η σάρα χορεύει με ράσα πλέκοντας ράστα
στην ανάγκη παίζονται όλα; αρνούμαι
α-π-ο-κ-α-τ-ά-σ-τ-α-σ-η